ελληνομαθής

ελληνομαθής
-ές
1. γνώστης τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας
2. (για αλλοεθνή) γνώστης τής ελληνικής γλώσσας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελληνομαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που έχει ελληνομάθεια (βλ. λ.), ο κάτοχος της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • Αχμέτ Ζώγου — (1896 1961).Αλβανός πρωθυπουργός, πρόεδρος της δημοκρατίας και βασιλιάς. Γεννήθηκε στην περιφέρεια Μικρή Δίβρα (Μάτι) της Αλβανίας όπου η οικογένειά του είχε μεγάλα κτήματα. Καταγόταν από γονείς γνωστών οικογενειών, που πολλά από τα μέλη τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”